Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Απόσπασμα από τη Γλασκώβη . Αφήγηση : Γιώργος Σαράτσης


Αννα, περιοδικό Μανδραγόρας



Άννα
η λέξη
κόβει την εικόνα

κόβει το σώμα

και παραδίδει τη λέξη

ii)

και θέλω να γίνω το σώμα
και θέλεις
να
γίνεις
η
λέξη


iii)


Λευκή
Άννα
Με τις τιράντες των αγρών
Και το χαμόγελό σου στη Νορμανδία

 από αυτή θα νοιώθεις τα χείλη σου και το διάστημα που μεσολαβεί και κάθε ειλικρινής μεταμέλεια  θα  καταγραφεί μέσα σου όπως το παιδί καταγράφει τους καθρέπτες

iv)

και
είσαι το  σώμα, η νύχτα και τα  μοναχικά  τοπία στο βεληνεκές τους  η πρόφαση, το εξέχον πρόσωπό τους  και τίποτα άλλο δεν αναγνωρίζω και αναγνωρίζεις


v)

και ήσουν για εκατό χρόνια και θα είμαι άλλα τόσα τουλάχιστον, μες στο μυαλό σου η λέξη, η μουσική για τη λέξη, το παιδί που μιλά για τη λέξη, μόνο, στην άκρη του σχήματος και ό,τι
θα
αλλάξει πια
θα
αλλάξει
για
πάντα


http://mandragoras-magazine.gr/%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CF%8E%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B1/10477

άτιτλο




Πιο πάνω από τον ισημερινό

Η θάλασσα έχει υποχωρήσει
Κάθε στήθος που βαραίνει είναι δικό σου στήθος
Σε αυτή την έρημη γη
το κορίτσι
το χτυπημένο κορίτσι
με τα γόνατά του
τραγούδι


Έχει στις τσέπες επαναστάσεις
Έχει τον κλήρο της Ρωσίας της Αγάπης και άλλων χωρών


Κόρη μου
Λίμνη με το όνομα σου πιο καθαρό από λέξεις
Εσένα που ποτέ δεν χτύπησα
Η ομορφιά
Σου αφιερώνεται



http://www.thraca.gr/2016/06/blog-post_19.html

Vassilis Lambropoulos, Occasional Paper 10, Left Melancholy in the Greek Poetry Generation of the 2000s Αfter the Crisis of Revolution and Representation

"The Journal of Modern Greek Studies “Occasional Papers,” edited by Neni Panourgia, has published my commissioned paper “Left Melancholy in the Greek Poetry Generation of the 2000s after the Crisis of Revolution and Representation” asJMGS “Occasional Paper” 10 (June 15, 2016)."


https://poetrypiano.wordpress.com/2016/06/19/left-melancholy-after-the-crisis-of-revolution-and-representation/

Δήμος Χλωπτσιούδης,Η ποιητική περιήγηση του Θάνου Γώγου- τοβιβλιο.net



Τα υβριδικά κείμενα πάντα είχαν μία ιδιαίτερη γοητεία. Ο πολύπτυχος χαρακτήρας τους και η δημιουργική και καινοτόμα οπτική των δημιουργών τους, τα καθιστούν από μόνα τους αντικείμενο μελέτης τόσο εξαιτίας της δυσκολίας μετάβασης από το ένα είδος στο άλλο όσο και για το πολυκύμαντο -συχνά- περιεχόμενό τους. Ένα τέτοιο έργο είναι η  «Γλασκώβη» (Θράκα, 2014) του Θάνου Γώγου, κατά βάση ποιητικό με πεζά τμήματα.

Η ποιητική σύνθεση του Γώγου αποτελεί την περιπλάνηση της γενιάς του μέσα στις νέες συνθήκες της δεκαετίας. Η «Γλακώβη» μοιάζει με την ομηρική Ιθάκη των νέων, ένα ταξίδι γεμάτο συγκινήσεις, όχι ως επιστροφή στην πατρίδα, αλλά ως δραπέτευση από εκείνη. Οι συχνότατες αλλαγές προσώπων και δραματικών σκηνών και η θολή ταξιδιωτική εικονοπλασία με χαρακτηριστικά "κουνημένης φωτογραφίας", εκφράζουν ακριβώς αυτή την "τυφλή" περιπλάνηση.
Χωρίς άμεσες αναφορές στην κρίση, αλλά πάντα ως μία θεμελιώδη αυτονόητη συνθήκη, η «Γλασκώβη» είναι το ποιητικό ταξίδι των σημερινών νέων σε όσα τους φέρνει η ζωή. Μετανάστευση, έρωτας, αγωνίες και εικόνες από μία Ευρώπη που ενώ υπόσχεται πολλά, καταρρέει μέσα στην εικόνα που έχτισε για τον εαυτό της και όσα υπόσχονταν στους νέους. Μα εκείνοι ακόμα αναζητούν το νέο σε εκείνη.

Ταυτόχρονα, όμως η συλλογή αποτελεί μία βαθύτερη υπαρξιακή αναζήτηση. Αποτυπώνει το εσωτερικό ταξίδι από την αγροτική μεγαλούπολη μέχρι την βρετανική πόλη, προς την αυτογνωσία μέσα από τη συνεχή αναζήτηση ενός προορισμού που λειτουργεί ως στάση.

Αν ο Νίκος Καζαντζάκης ωθούνταν από μία εσωτερική ανάγκη προς το ταξίδι για να γνωρίσει το θείο και να ταυτιστεί βιωματικά με τις προσωπικότητες που τον σημάδεψαν, το ποιητικό υποκείμενο της συλλογής ωθείται στο δικό του εσωτερικό ταξίδι από την ανάγκη του να μάθει τον νέο κόσμο που διαμορφώνει μία νέα κοινωνία στην οποία καλείται να λειτουργήσει.

Είναι μία συνεχής κίνηση από την παιδική ηλικία προς την ωριμότητα με στάσεις από τις οποίες ως άλλος καβαφικός Οδυσσέας, ο ποιητικός ήρωας αρπάζει ό,τι του προσφερθεί (ηδονή, εμπειρίες, αναμνήσεις). Και όπως η γενιά του ποιητή αισθάνεται σαν μία παρέκκλιση που υποχρεώνεται σε μετανάστευση, έτσι και ο ποιητής συνθέτει έναν φενάκη αταίριαστο ποιητικό κόσμο.

Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο έργο που δικαίως το αποκάλεσαν μανιφέστο. Είναι μία λυρική διακήρυξη ποιητικής πρόζας με φιλοσοφικές προεκτάσεις και τον έρωτα με την ποίηση και το ταξίδι πάντα σε πρώτο πλάνο. Μία επαναστατική ορμή ρέει μέσα στις λέξεις σαν ένα οδόφραγμα στον ποιητικό κομφορμισμό. Ο φιλοσοφικός στοχασμός συνδέεται με το λυρισμό και τον πειραματισμό μέσα από στην υβριδική συλλογή.

Μοιάζει με ένα ποιητικό παιχνίδι του δημιουργού. Πεζά κείμενα και συνθέσεις συμπλέκονται σε μία αλληλογραφία που διασχίζει όλη την Ευρώπη. Το έντονο πεζολογικό ύφος και η αξιοπρόσεκτη λιτότητα διανθίζονται με δυναμικές μετωνυμίες και μεταφορές· ολοκληρώνουν την εκφραστική προφορικότητα με μία σκηνική διάσταση. Ένας συνεχής πειραματισμός κυλά στη στιχουργική του Γώγου. Η δραματική σκηνογραφία που αλλάζει συνεχώς σε συνδυασμό με την απομνημονευματική αφηγηματική γραφή, δεν επιτρέπουν τη μονοτονία. Ταξιδιωτικές εμπειρίες συμπλέκονται με το επιστολικό ύφος.

Μέσα από το επιστολικό τούτο ύφος εκφράζει μία πηγαία ειρωνική διάσταση. Συνδυάζει το σαρκασμό με τη λυρική έκφραση μέσα σε ένα φενάκη πρωτοενικό πλαίσιο· άλλωστε, οι επιστολές είναι πάντα προσωπικές και σε α΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο. Μα στην πραγματικότητα ο ποιητής μέσα από το ψευδοεγωιστικό πρίσμα του διαθλά ένα κοινωνικό υποκείμενο, ένα πρωτοπληθυντικό γραμματικό πρόσωπο.

Η φίλαυτη εκφραστική έτσι μετατρέπεται σε ένα δημιουργικό καμουφλάζ. Δίπλα στο μεταναστευτικό δράμα, που συγκλονίζει τη νεώτερη γενιά, ο Γώγος μοιάζει να μιλά ως εκπρόσωπός της με μία δημιουργική φωνή που πασχίζει να ισορροπήσει τον έρωτα με τη φιλοσοφική διάσταση, τον αυτοσαρκασμό και την ποιητική δημιουργία.

Από τις συνθέσεις διαχέεται ένα υπόκωφο δηκτικό συναίσθημα για την επανάσταση που όλοι ελπίζουν να κάνουν και τους συμβιβασμούς τους. Το υπερ-φύλο, η ταχύτητα του σεξ και η ερωτική απελευθέρωση, μία συγκαλυμμένη οργή και απογοήτευση για την κατάσταση διαπνέουν όλη τη συλλογή. Είναι η νεανική καυστική διάθεση προς το παλιό που ελλοχεύει το δικό της ριζοσπαστικό για την κοινωνία που κλήθηκαν να υπηρετήσουν μακριά από τα δικά τους όνειρα.


http://tovivlio.net/%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CF%8E%CE%B3%CE%BF%CF%85/


Δύο ποιήματα



Δες
σπάει
σπάει το στήθος της

 Έχει τέχνη κι
αρρυθμία

έχει όμορφη λιακάδα

χιόνι που κανείς
πετά.

 *

Εκείνη
κατέβαζε τη μουσική
κι όλη τη ξηρασία
από τα κεράσια και πιο πάνω
την έκανε χιόνι

Κι εσείς που πετάτε
χιόνι
όταν ο ήλιος
ξαπλώνει
στα μεγάλα ύψη
στα λυπητερά τραγούδια
και στα ποιήματα δίχως αρχή και τέλος

Και εσείς
αργά ή γρήγορα
γίνεστε
κάτι
από χιόνι.



http://www.thraca.gr/2016/01/blog-post_44.html

H Μαργαρίτα Παπαγεωργίου συνομιλεί με τη Γλασκώβη


Ι.   Η αμφίθυμος από/προσ-γείωση της δυστοπίας

Η  «Γλασκώβη» του Θάνου Γώγου, αφού ξεπήδησε από μια πτήση που δεν αναχώρησε τελικά ποτέ, ξεκίνησε την περιπλάνησή της. Λάρισα, Λίβα, Καστοριά, Αθήνα, Ασφύξια, Βαλκάνια, Βελιγράδι, Βουδαπέστη, Άμστερνταμ, Τρέλεμποργκ – (Η ιδανική για εσάς πόλη).  Το σημείο συνάντησής της βρίσκεται στα αεροδρόμια και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, σε εκείνο το μεταίχμιο της αναχώρησης και της επιστροφής. Στην αιχμή της βιαιότητας της αρχής και της κάθαρσης του τέλους. Η δυστοπία της  φαίνεται να είναι και ο «αποχρών λόγος» της.
Μετεωρίζεται σε ένα μεθύσι  χλευαστικής οργής και  απόρρητης τρυφερότητας. Όπου το τρυφερό απροσδόκητο αγκαλιάζει το εσωτερικό πυροτέχνημα, του προσδίδει μια ένταση αλλόκοτη. Σαν να συνάντησες απρόσμενα στη στροφή του δρόμου, έναν παλιό έρωτα, βγαλμένο από μια σχέση που δεν είσαι σίγουρος ότι τελέστηκε, βίαιης στο ξέσπασμά της αλλά γιατρεμένης στη νοσταλγία της.
Η τοπιογραφία της Γλασκώβης ένα εκρηκτικό περιέχον σε ένα ευαίσθητο περιτύλιγμα – λες ανά πάσα στιγμή θα σκιστεί. Δε διαρρηγνύεται ωστόσο.
Ο χρόνος άλλωστε δεν υπάρχει εδώ. Αυτός είναι σε διάρρηξη.
Όπως κάθε χρόνος ή τόπος που έχουμε μέσα μας.

ΙΙ.   (Σημειώσεις γύρω από μια ανεπίδοτη αλληλογραφία δυο ποιητικών εγώ )

Ποιητή,

Σε ποιο αεροδρόμιο ή σιδηροδρομικό σταθμό άραγε, σας βρίσκει η επιστολή μου; Ποια αναχώρηση ή επιστροφή ετοιμάζετε πυρετωδώς; Αναζητείτε  ακόμα στο χάρτη των γνωστών ή άγνωστων τόπων  τον δικό σας; Οι μέρες και οι νύχτες σας, θυμάμαι, καίγονταν στην αναζήτηση ή μάλλον καλύτερα στην περιπλάνηση της ουτοπίας σας. Έχω ταξιδέψει παντού!, φωνάζατε με τα νεύρα  τεντωμένα στο βάρος της κατάρρευσης της αξίας ακόμα και του ίδιου του ταξιδιού. Πήγα στην Αθήνα, τη Βουδαπέστη, το Βερολίνο, το Ροστόκ, το Άμστερνταμ, τη Γλασκώβη… Τίποτα, πουθενά! Όλα ασφυκτικά. Ταξίδεψα ακόμα και στο παρελθόν – τι λες, ακόμα και στο ίδιο το μέλλον !– και το αποτέλεσμα παντού το ίδιο. Ένα μεγάλο κενό επιδερμικών  ειδώλων υποδεχόταν την άφιξή σας. Φεύγατε. Όλο φεύγατε. Και μιλούσατε. Διαρκώς  μου μιλούσατε. Αρθρώνατε λόγο με όλους τους τρόπους, με όλες τις συντάξεις, με όλες τις αποτάξεις. Και πάντα με αναγραφόμενη διεύθυνση αποστολέα / παραλήπτη  τα σημεία αναχώρησης/επιστροφής σας.

Προτού όμως εγκαταλείψω για άλλη μια φορά αυτό
τον τόπο
Οφείλω να σας παρουσιάσω μια όαση που ανακάλυψα.
Μια πηγή στην ασφύξια αναβλύζει ανάσες καθαρές
και εκβάλλει τα διοξείδια.
Την ονόμασα αίξυφσα εκθεμελιώνοντας τη δόξα ενός
νεκρού εδωδιμοπώλη.

Περισσότερο η  κενή προσμονής σιγουριά, εκείνο το τίποτα, ήταν αυτό που σας έφερνε εμετό. Μετεωριζόσασταν ως σχοινοβάτης πάνω από τη δική σας άβυσσο.  Και αφού όλες σας οι αναχωρήσεις επέστρεφαν, καταλήξατε θριαμβικά  να ανασυνθέσετε τα ιδεατά συστατικά πλάθοντας  μια ολόδική σας φανταστική πόλη – το Τρέλεμποργκ!   (Η ιδανική για εσάς πόλη.)

 Όλα τα χαμόγελα χωρούν εδώ.
Να ‘χα γυναίκα σκύλο και παιδιά
Να΄  μενα  για πάντα στην ευγενική χαρούμενη πόλη.

Ιδού ένας τόπος όπου συγκατοικούν η ευγένεια με την τρέλα.  Όμως, όχι, ακόμα κι  εδώ

Δεν μένει κανένας έξω τις νύχτες
Σχιζοφρενική η περιπλάνηση μετά τις δέκα.
Φωνή ακούγεται κι η σκέψη τρέμει.
Τρέλε γίνονται

Ευγενικά άραγε τότε μετρούν τους αυτόχειρες εκεί πάνω;

Με μανία επιθυμούσατε  να κατανοήσετε τα πάντα.  Αρπάζατε με πείσμα τις λέξεις και τις διασπούσατε στα συστατικά τους μέρη. Τις εξετάζατε στο μικροσκόπιο ως βιολόγος στο εργαστήριό του.  Και όταν δεν σας ικανοποιούσε το αποτέλεσμα των εργαστηριακών εξετάσεων, τα αλλάζατε όλα. Πλάθατε καινούρια συστατικά μέρη και σχηματίζατε νέες λέξεις  μέσα σε έναν δημιουργικό στρόβιλο αλαζόνος αυτοσαρκασμού.  Πασχίζατε να νοήσετε τον κόσμο με τους δικούς σας όρους. Ή μάλλον, παλεύατε εναγωνίως -  και συχνά με την στυφή γεύση της ματαιοπονίας -,  να μορφοποιήσετε  έναν καινό  κόσμο όπου θα τοποθετούσατε τον  εαυτό σας  εντός. Δύσκολο το εγχείρημα. Άλλωστε σε όλη σας τη ζωή ήσασταν ιδιοκτήτης δύο εσωτερικών φωνών . Το οξύνους μάτι του παρατηρητή του εγώ σας διαρκώς αναμετριόταν με την καρδούλα ενός παιδιού που είχε ανάγκη τα παραμύθια για να αναπνεύσει.   Ωστόσο,  ακόμα και αυτόν τον δισχιδή εαυτό σας ήσασταν διατεθειμένος να τον μεταπλάσετε  προς χάριν  της πίστεως σε κάτι.   Η αναζήτηση πρώτα ξεκινά απ’ το εγώ μας ,  αποδεχόσασταν. Έτσι ξεκινήσατε για άλλη μια φορά το ταξίδι.
Δοκιμάσατε  τη λογική του συντηρητισμού.  Καταλήξατε  να ομοιωθείτε με τέρας.

Ας πορευτώ λοιπόν επί του παρόντος με τις μικρές χαρές της ζωής:
Κινούμαι στην επιφάνεια
Της γηραιάς Αλβιόνας πιο συγκεκριμένα.
Επιστροφή στην περπατημένη οδό.
Σαν παρατηρώ…
Αστεία κι ακίνδυνα μοιάζουν τα ρύγχη των τεράτων
Που στον αφρό αναζητούν την τροφή τους.
Δεν βρίσκομαι στην αλυσίδα τους.
Σε λίγες μέρες ένα θα το κοιτάξω στα μάτια.

Δοκιμάσατε την επανάσταση του συναισθήματος.  Ματώσατε  στην αναλγησία  των άλλων. Αυτός ο κόσμος είναι αλλεργικός στην τρυφερότητα/ Τ΄ αγρίμι ορμά και ξεσκίζει τη σάρκα του ανθρώπου.Κάνατε επί τόπου αποστροφή στον διαβόητο έρωτα με ελπίδα και πείσμα

Στο βάθος μου προσμένει η νέα ζωή
Η Ατλαντίδα κάθε άλλο παρά ένας μύθος είναι.
Φιλόξενη είναι η καρδούλα μου
Μια παρήγορη αγκαλιά μετά απ’ τα σκληρά λόγια.
[…]
Πραγματευόμασταν τις τύχες των ερωτευμένων κρα-
δαίνοντάς τες
«Μηδέν επί τρία
                        Μηδέν»
            «Μηδέν επί μείον δώδεκα
                        Μηδέν»
Τι γέλιο τι ζωές!

Τι τόπος κι αυτός. Θα τολμούσα να πω ότι ίσως, είναι ο μόνος που σας ομοιάζει. Αναπνέει κι αυτός μοναχά στην διαρκή διαδικασία αρχής /τέλους.

Η διαδικασία σεπτή μέχρι την ιερά λήξη
Ευτυχία
ή αλλιώς τι;
Η ανηδονία είναι αυτή που με σφίγγει πλέον κλειστά
Τι απελπισία!

Μέχρι που καταλήξατε να μονολογείτε,  Άραγε η νοσηρότητα θα ενσαρκώσει τις προσδοκίες και θα καλέσει τα δάκρυα;

Το ταξίδι σας στους τόπους του γνωστού κόσμου συνεχιζόταν μέχρι που   συνειδητοποιήσατε ότι , όπου κι αν περιπλανηθείτε, όπου κι αν ταξιδέψετε  -είτε σε πόλεις, είτε σε τόπους, είτε στο χρόνο -  μοιραία μπροστά σας ή μέσα σας, θα αναμετριέστε με τον άνθρωπο. Με το επιδερμικό σώμα, με το ανίερο μυαλό, με τις παρηκμασμένες αξίες κοινωνικών συστημάτων, με κάθε λογής ανεδαφικούς επαναστάτες, με άτοπες θεωρίες φιλοσόφων. Όμως, και τότε, δεν τα παρατήσατε.  Τελική σας επί τόπου αποστροφή στον Δάσκαλο και τα «τάδε έφη» του. Ως καλός μαθητής θελήσατε να πλάσετε από την αρχή έναν νέο κόσμο - Α Brave New World!-,   έναν  νέο άνθρωπο. Ένα καθάριο όν που δεν θα ήταν υποταγμένο στους φυσικούς και κοινωνικούς ορισμούς και περιορισμούς του φύλου του. Έναν παραποιημένο Übermensch. Τον δικό σας υπεράνθρωπο.

Ακούστε, φωνάζω. Ακούστε!
Φίλοι μου, σας αποκρυπτογραφώ την αλχημεία του
έρωτα.
Σας ευαγγελίζομαι το υπερφύλο:

Γυναίκα δεν θα ‘σαι γυναίκα
Δεν θα χρειάζεσαι αφέντη και ρεβεράντζες
Θα’ σαι αφέντρα της σκλάβας του εαυτού σου
Ο εαυτός σου κομμάτι του υπερφύλου.

Άντρα δεν θα ‘σαι άντρας.
Είσαι μισή γυναίκα.
Δεν θα ‘σαι γυναίκα.
Θα μηδενίσεις τη σχέση του ψ με το χ.
Ο εαυτός σου κομμάτι του υπερφύλου.

Το υπερφύλο δεν αγοράζει και δεν πουλά
Δεν παραχωρείται και δεν ενοικιάζεται
Δεν εξευτελίζει και δεν ταπεινώνεται
Το υπερφύλο κομμάτι του υπεράνθρωπου.

Αλλοίμονο, φίλτατέ μου. Η  όποια μορφοποίηση εξαρτάται από τα όρια των συστατικών της. Η αποτυχία και αυτού του επίδοξου εγχειρήματος, σάς οδήγησε για ύστατη  φορά στο πάτωμα με τα μούτρα. Στην αποδοχή. Όχι όμως στην υποταγή. Το γνωρίζατε από την αρχή άλλωστε. Αυτός ο κόσμος χρειάζεται να διαρραγεί για να σωθεί (ή να σωθείτε).

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή της τελικής σας πτώσεως, θυμάμαι, με κοιτάξατε με πυρέσσον  μάτι, ορθώσατε τον κορμό σας και με αμφίθυμο θρίαμβο  αρθρώσατε :

Δεσποινίς
εντέλει
\
Οφείλουμε
να είμαστε
Σίγουροι

Σίγουροι
όπως
Η καταστροφή
-

Μετά άσωτης προσμονής,

Η ποιητική πόλις σας
-

Υ.Γ. 1 : Ιδού η κατάβασή σας, ιδού  η γέφυρα, ιδού και ο δικός σας δρόμος. Μήπως τελικά δεν ήταν προδοσία;

Υ.Γ.2:   Περάσαμε τις φιγούρες μας στη λογοτεχνική ιστορία! (η μέγιστη τιμή) ;